Πρoστατευμένο: Απάντηση της Ελληνικής Μικροβιολογικής Εταιρείας στην επιστολή της ΠΕΙΒ

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με συνθηματικό. Για να το δείτε εισάγετε το συνθηματικό σας παρακάτω:

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΡΙΛΙΟΥ – ΙΟΥΝΙΟΥ 2019 (ΤΟΜΟΣ 64, Τεύχος 2)

[fusion_builder_container hundred_percent=”yes” overflow=”visible”][fusion_builder_row][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””][pdfviewer width=”100%” height=”1100px” beta=”true/false”]https://www.hms.org.gr/wp-content/uploads/2019/07/Issue-64-02.pdf[/pdfviewer][/fusion_text][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””]

Ο πρωτεύων ρόλος των κυτταροκινών στον ανοσιακό μηχανισμό – Σύγχρονες εφαρμογές τους σε ανοσοθεραπείες

Ευαγγελία Παπαδοπούλου, Μαρία Άννα Κυριαζίδη, Ασημούλα Καββαδά, Στέλλα Μήτκα, Μαρία Χατζηδημητρίου
Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας (ΔΙ.ΠΑ.Ε),Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)

Ως κυτταροκίνες ή κυτοκίνες ορίζονται πρωτεϊνικά μόρια χαμηλού μοριακού βάρους που λαμβάνουν μέρος κυρίως στις ανοσολογικές αντιδράσεις του οργανισμού. Διακρίνονται σε έξι ομάδες: ιντερλευκίνες, ιντερφερόνες, παράγοντες νέκρωσης όγκων, αυξητικοί παράγοντες, παράγοντες διέγερσης αποικιών, χημειοκίνες. Οι κυτταροκίνες παράγονται από πολυάριθμους κυτταρικούς τύπους, κυριότεροι εκ των οποίων είναι τα μονοπύρηνα-μακροφάγα, τα λεμφοκύτ-
ταρα, τα κύτταρα ΝΚ, τα σιτευτικά και τα ενδοθηλιακά κύτταρα καθώς και οι ινοβλάστες. Η δράση τους στοχεύει σε ποικίλους κυτταρικούς πληθυσμούς, αφού οι κυτταροκίνες αποτελούν ρυθμιστικούς μεσολαβητές της φυσικής και ειδικής ανοσίας και της φλεγμονής στο σύνολό τους. Η επίδραση των κυτταροκινών στα κύτταρα-στόχους προϋποθέτει τη σύνδεση αυτών με ειδικούς μεμβρανικούς υποδοχείς πάνω στα κύτταρα. Το σήμα φτάνει τελικώς στους πυρήνες των κυτ-
τάρων μετά από πολύπλοκες χημικές αντιδράσεις με τη συμμετοχή κινασών τυροσίνης και μεταγραφικών παραγόντων. Με τη διαφοροποίηση, τον πολλαπλασιασμό και, γενικότερα, τις λειτουργικές μεταβολές που υφίστανται τα κύτταρα-στόχοι έπειτα από τη δράση των κυτταροκινών, η ανοσιακή απάντηση προσαρμόζεται στις ανάγκες του οργανισμού έναντι του αιτιοπαθογενετικού παράγοντα προς την εξάλειψή του. Έτσι, οι κυτταροκίνες διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο τόσο στην πορεία όσο και στην έκβαση της ανοσιακής αντίδρασης. Βάσει της ιδιότητας αυτής, οι κυτταροκίνες βρίσκουν εφαρμογή τα τελευταία χρόνια στις ανοσοθεραπείες διαφόρων ασθενειών. Μέσα από αρκετές μελέτες οι οποίες χρήζουν βέβαια περαιτέρω έρευνας, οι κυττα-
ροκίνες έχουν αναδειχθεί πολύτιμα μόρια-εργαλεία στον χειρισμό της ανοσιακής απάντησης. Ως εκ τούτου, αξιοποιούνται ως βιολογικοί δείκτες της πρόγνωσης και της διάγνωσης ασθενειών καθώς και ως θεραπευτικά μέσα. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) έχει
εγκρίνει την ανοσοθεραπεία σε διάφορες ασθένειες, όπως AIDS, σκλήρυνση κατά πλάκας, ρευματοειδή αρθρίτιδα, ηπατίτιδα Β-C, Τ κυτταρική λευχαιμία, σηπτικό σοκ, σάρκωμα Kaposi, μελάνωμα. Η χρήση των κυτταροκινών διευρύνεται και στην παράταση του προσδόκιμου ζωής μοσχευμάτων σε πειραματικά μοντέλα. Παρά τα ενθαρρυντικά αποτέλεσματα της χρήσης κυτταροκινών στην κλινική πράξη, δεν παύουν να υπάρχουν προκλήσεις σχετικά με τις παρενέργειες και τις δόσεις χορήγησης των φαρμάκων στον εκάστοτε ασθενή. Συνεπώς, οι σύγχρονες μελέτες που διεξάγονται απαιτούν επιπλέον έρευνα με μελλοντικό στόχο την δημιουργία ασφαλέστερων και αποδοτικότερων μεθόδων ανοσοθεραπείας με βασικό όπλο τις κυτταροκίνες.

Λέξεις κλειδιά: κυτταροκίνες, ανοσοθεραπεία, βιολογικοί δείκτες

[/fusion_text][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ last=”yes” spacing=”yes” center_content=”no” hide_on_mobile=”no” background_color=”” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” background_position=”left top” hover_type=”none” link=”” border_position=”all” border_size=”0px” border_color=”” border_style=”” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”” margin_bottom=”” animation_type=”” animation_direction=”” animation_speed=”0.1″ animation_offset=”” class=”” id=”” min_height=””][fusion_tagline_box backgroundcolor=”” shadow=”yes” shadowopacity=”0.70″ border=”1″ bordercolor=”#81d742″ highlightposition=”left” content_alignment=”center” link=”” button=”” linktarget=”_blank” modal=”” button_size=”” button_type=”” button_shape=”” buttoncolor=”default” title=”” description=”” margin_top=”” margin_bottom=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=”” animation_type=”” animation_direction=”down” animation_speed=”0.1″ animation_offset=””]Ο πρωτεύων ρόλος των κυτταροκινών στον ανοσιακό μηχανισμό – Σύγχρονες εφαρμογές τους σε ανοσοθεραπείες[/fusion_tagline_box][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””]

Μελέτη της επίπτωσης ρινικής φορείας από πολυανθεκτικά παθογόνα σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Σαουδικής Αραβίας

Raied A. Badierah1, Zuhair S. Natto2, Majed S. Nassar3, Ahmed A. Al-Ghamdi1,4, Asif A. Jiman-Fatani5,6, Muhammed A. Bakhrebah3
1Molecular Diagnostic Laboratory, King Abdulaziz University Hospital, King Abdulaziz University, Jeddah, Saudi Arabia; 2Department of Dental Public Health, School of Dentistry, King Abdulaziz University, Jeddah, Saudi Arabia; 3Life Science and Environment Research Institute, King Abdulaziz City for Science and Technology; Riyadh, Saudi Arabia. 4Department of Medical Laboratory Technology, Faculty of Applied Medical Sciences, King Abdulaziz University, Jeddah, Saudi Arabia; 5Department of Medical Microbiology and Parasitology, Faculty of Medicine, King Abdulaziz University, Jeddah, Saudi Arabia. 6Clinical and Molecular Microbiology Laboratory, King Abdulaziz University Hospital, King Abdulaziz University, Jeddah, Saudi Arabia

Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να προσδιοριστεί η ρινική φορεία νοσοκομειακών παθογόνων σε ασθενείς Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ενός πανεπιστημιακού νοσοκομείου στη Σαουδική Αραβία.
Τα ρινικά επιχρίσματα από 95 τυχαία επιλεγμένους ασθενείς καλλιεργήθηκαν σε αιματούχο, MacConkey και σοκολατόχρωμο άγαρ. Στη συνέχεια, τα παθογόνα που αναπτύχθηκαν, ταυτοποιήθηκαν με τη χρήση φασματομετρίας μάζας (MALDI-TOF MS) και ακολούθησε έλεγχος ευαισθησίας με τη χρήση του  αυτοματοποιημένου συστήματος VITEK2 (bioMerieux). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, το συχνότερο απομονούμενο είδος ήταν η Pseudomonas aeruginosa, που βρέθηκε σε 16 δείγματα (16,84%). Η γενταμικίνη ήταν το πιο αποτελεσματικό αντιβιοτικό έναντι των πολυανθεκτικών (MDR) στελεχών P. aeruginosa, Acinetobacter baumannii και Klebsiella pneumoniae, πολυανθεκτικών ανθεκτικών σε πολλαπλά φάρμακα (MDR). Η τριμεθοπρίμη-σουλφαμε-
θοξαζόλη ήταν το λιγότερο αποτελεσματικό αντιβιοτικό έναντι των στελεχών Κ. pneumoniae.

Συμπερασματικά, τα βακτήρια που απομονώθηκαν από τα ρινικά επιχρίσματα παρουσίασαν διαφορετικούς φαινότυπους αντοχής σε σύγκριση με εκείνα άλλων μελετών στη Σαουδική Αραβία.

Αυτά τα δεδομένα θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επαγγελματίες της υγείας τόσο στη ορθή πολιτική χρήσης αντιβιοτικών όσο και στον έλεγχο των νοσοκομειακών λοιμώξεων.

Λέξεις κλειδιά: ρινική φορεία, νοσοκομειακός αποικισμός, αντιμικροβιακή αντοχή

[/fusion_text][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ last=”yes” spacing=”yes” center_content=”no” hide_on_mobile=”no” background_color=”” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” background_position=”left top” hover_type=”none” link=”” border_position=”all” border_size=”0px” border_color=”” border_style=”” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”” margin_bottom=”” animation_type=”” animation_direction=”” animation_speed=”0.1″ animation_offset=”” class=”” id=”” min_height=””][fusion_tagline_box backgroundcolor=”” shadow=”yes” shadowopacity=”0.70″ border=”1″ bordercolor=”#81d742″ highlightposition=”left” content_alignment=”center” link=”” button=”” linktarget=”_blank” modal=”” button_size=”” button_type=”” button_shape=”” buttoncolor=”default” title=”” description=”” margin_top=”” margin_bottom=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=”” animation_type=”” animation_direction=”down” animation_speed=”0.1″ animation_offset=””]Μελέτη της επίπτωσης ρινικής φορείας από πολυανθεκτικά παθογόνα σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Σαουδικής Αραβίας[/fusion_tagline_box][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””]

Σύγκριση αντιβακτηριακής δράσης των αλκοολικών εκχυλισμάτων φύλλων καρυδιάς (Juglans regia L.) και πεύκου (Pinus halepensis Mill.)
έναντι βακτηρίων που απομονώνονται σε λοιμώξεις τραυμάτων μετά από έγκαυμα

Yaser Nozohour1, Reza Golmohammadi1, Reza Mirnejad1, Mehrdad Moosazadeh Moghaddam2, Majid Fartashvand3, 1Molecular Biology Research Center, Systems Biology and Poisonings Institute, Baqiyatallah University of Medical Sciences, Tehran, Iran. 2Applied Biotechnology Research Center, Baqiyatallah University of Medical Sciences, Tehran, Iran. 3Department of Clinical Sciences, Faculty of Veterinary Medicine, Tabriz Branch, Islamic Azad University, Tabriz,
Iran.

Η απειλή των λοιμώξεων από πολυανθεκτικούς μικροοργανισμούς και η έλλειψη νέων αντιβιοτικών είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα και επομένως κρίνεται απαραίτητη η έρευνα για εναλλακτικά αντιμικροβιακά φάρμακα. Το τραύμα που δημιουργείται μετά από έγκαυμα είναι ένα ιδανικό περιβάλλον για τον αποικισμό και στη συνέχεια λοίμωξη από παθογόνα του νοσοκομειακού περιβάλλοντος, πιθανά πολυανθεκτικά στα συνήθη αντιβιοτικά. Τα εκχυλίσματα των φύλλων της καρυδιάς (Juglans regia L.) και του πεύκου (Pinus halepensis Mill.) έχει διαπιστωθεί από παλιά ότι περιέχουν διάφορες βιολογικές ενώσεις με αντιμικροβιακή δράση.

Στόχοι της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογήσει τις αντιβακτηριακές ιδιότητες του αλκοολικού εκχυλίσματος των συγκεκριμένων φύλλων έναντι βακτηρίων που απομονώνονται από μολύνσεις τραυμάτων μετά από έγκαυμα και να συγκριθούν με αυτές επιλεγμένων αντιβιοτικών. Τα εκχυλίσματα φύλλων καρυδιάς και πεύκου μετά από επίδραση αιθανόλης αναλύθηκαν χρησιμοποιών τας αέρια χρωματογραφία (Agilent 7890Β) με την οποία εντοπίστηκαν σε αυτά βασικές
φυτοχημικές ενώσεις. Ακολούθησε μελέτη της αντιβακτηριακής δράσης των εκχυλισμάτων αυτών έναντι κλινικών και πρότυπων στελεχών των ειδών Pseudomonas aeruginosa, Staphylococcus aureus, Proteus vulgaris, Acinetobacter baumannii, Escherichia coli, Staphylococcus epidermidis και Staphylococcus saprophyticus (6 στελέχη από κάθε είδος) με προσδιορισμό της ελάχιστης ανασταλτικής συγκέντρωσης σε άγαρ (MIC) και της ελάχιστης βακτηριοκτόνου συγ-
κέντρωσης (MBC). Σύμφωνα με τα αποτέλεσμα, το εκχύλισμα φύλλων καρυδιάς και πεύκου είχε αντιμικροβιακή δράση έναντι όλων των υπό μελέτη κλινικών στελεχών, με το εκχύλισμα φύλλων καρυδιάς να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη. Γενικά και τα δύο εκχυλίσματα ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τα επιλεγμένα αντιβιοτικά που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη.

Λέξεις κλειδιά: αντιβακτηριακά, αλκοολικά εκχυλίσματα, Juglans regia L,Pinus halepensis Mill, λοιμώξεις εγκαυμάτων

[/fusion_text][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ last=”yes” spacing=”yes” center_content=”no” hide_on_mobile=”no” background_color=”” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” background_position=”left top” hover_type=”none” link=”” border_position=”all” border_size=”0px” border_color=”” border_style=”” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”” margin_bottom=”” animation_type=”” animation_direction=”” animation_speed=”0.1″ animation_offset=”” class=”” id=”” min_height=””][fusion_tagline_box backgroundcolor=”” shadow=”yes” shadowopacity=”0.70″ border=”1″ bordercolor=”#81d742″ highlightposition=”left” content_alignment=”center” link=”” button=”” linktarget=”_self” modal=”” button_size=”” button_type=”” button_shape=”” buttoncolor=”default” title=”” description=”” margin_top=”” margin_bottom=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=”” animation_type=”” animation_direction=”down” animation_speed=”0.1″ animation_offset=””]Σύγκριση αντιβακτηριακής δράσης των αλκοολικών εκχυλισμάτων φύλλων καρυδιάς (Juglans regia L.) και πεύκου (Pinus halepensis Mill.)
έναντι βακτηρίων που απομονώνονται σε λοιμώξεις τραυμάτων μετά από έγκαυμα
[/fusion_tagline_box][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””]

In vitro αντιμικροβιακή δραστικότητα των εκχυλισμάτων Cinnamomum verum, Allium sativum και Zingiber officinale
σε στελέχη Pseudomonas aeruginosa που παράγει μεταλλο-β-λακταμάση: πιθανή θεραπευτική προσέγγιση

Neda Yousefi Nojookambari1, Gita Eslami1, Ali Hashemi1, Mehrzad Sadredinamin1, Samira Tarashi2,3, Mahdane Roshani4, Sajjad Yazdansetad5,6
1Department of Microbiology, School of Medicine, Shahid Beheshti University of Medical Sciences, Tehran, Iran.

2Department of Mycobacteriology and Pulmonary Research, Pasteur Institute of Iran, Tehran, Iran.
3Microbiology Research Center (MRC), Pasteur Institute of Iran, Tehran, Iran.
4Department of Microbiology, School of Medicine, Hamedan University of Medical Sciences, Hamedan, Iran.
5Laboratory Sciences Research Center, Golestan University of Medical Sciences, Gorgan, Iran.
6Department of Microbiology, School of Medicine, Golestan University of Medical Sciences, Gorgan, Iran.

Στελέχη Pseudomonas aeruginosa που παράγουν μεταλλο-β-λακταμάση (MBL) είναι παγκοσμίως η κύρια αιτία νοσοκομειακών λοιμώξεων, ειδικά σε ασθενείς με εγκαύματα. Οι αντιμικροβιακές ιδιότητες των Cinnamomum verum, Allium sativumκαι Zingiber officinale, γνωστών ως κανέλα, σκόρδο και πιπερόριζα αντίστοιχα, δεν έχουν ακόμη αναφερθεί σε στελέχη MBL θετικά P. aeruginosa. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην ανίχνευση των γονιδίων MBL και στην
αξιολόγηση της ανασταλτικής επίδρασης των εκχυλισμάτων κανέλλας, σκόρδου και πιπερόριζας σε ΜBL-θετικά στελέχη P. aeruginosa.
Η μελέτη ευαισθησίας των στελεχών P. aeruginosa έγινε με τη μέθοδο διάχυσης δίσκων αντιβιοτικών σε άγαρ (Kirby-Bauer). Ο προσδιορισμός παραγωγής MBL έγινε φαινοτυπικά με τη δοκιμή συνδυασμού δίσκων αντιβιοτικών (CDT). Η ανίχνευση των υπεύθυνων γονιδίων blaVIM και blaIMP που κωδικοποιούν μεταλλο-β-λακταμάση έγινε με PCR. Η ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση (MIC) των ακετονικών, μεθανολικών και χλωροφορμικών εκχυλισμάτων κανέλ-
λας, σκόρδου και πιπερόριζας σε στελέχη που παράγουν MBL εκτιμήθηκε με τη μέθοδο μικροαραιώσεων σε ζωμό (MIC). Ογδόντα ένα από 95 (85,2%) ανθεκτικά στην ιμιπενέμη στελέχη P. aeruginosa ήταν ΜΒL. Δεκατρία από τα 81 (16.0%) και 18 από τα 81 (22.2%) ΜΒL Ρ. αeruginosa ήταν θετικά για blaIMP και blaVIM γονίδια, αντίστοιχα. Οι ανασταλτικές συγκεντρώσεις των ακετονικών, μεθανολικών και χλωροφορμικών εκχυλισμάτων κανέλλας, σκόρδου και πιπερόριζας κυμαίνονταν από ?1,50 mg / ml έως ?12,50 mg / ml. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, διαπιστώθηκε ότι το μεθανολικό εκχύλισμα κανέλας και σκόρδου, καθώς και το εκ χύλισμα ακετονίου της τζίντζερ είχαν σημαντική αντιβακτηριακή δράση έναντι MBL στελεχών P. aeruginosa. Αυτά τα φαρμακευτικά φυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πηγή ξεχασμένων αντιμικροβιακών παραγόντων για την αποφυγή της αποτυχίας της θεραπείας και της θνησιμότητας.

Λέξεις κλειδιά: έγκαυμα, κανέλλα, σκόρδο, πιπερόριζα, Pseudomonas aeruginosa

[/fusion_text][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ last=”yes” spacing=”yes” center_content=”no” hide_on_mobile=”no” background_color=”” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” background_position=”left top” hover_type=”none” link=”” border_position=”all” border_size=”0px” border_color=”” border_style=”” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”” margin_bottom=”” animation_type=”” animation_direction=”” animation_speed=”0.1″ animation_offset=”” class=”” id=”” min_height=””][fusion_tagline_box backgroundcolor=”” shadow=”yes” shadowopacity=”0.70″ border=”1″ bordercolor=”#81d742″ highlightposition=”left” content_alignment=”center” link=”” button=”” linktarget=”_self” modal=”” button_size=”” button_type=”” button_shape=”” buttoncolor=”default” title=”” description=”” margin_top=”” margin_bottom=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=”” animation_type=”” animation_direction=”down” animation_speed=”0.1″ animation_offset=””]In vitro αντιμικροβιακή δραστικότητα των εκχυλισμάτων Cinnamomum verum, Allium sativum και Zingiber officinale
σε στελέχη Pseudomonas aeruginosa που παράγει μεταλλο-β-λακταμάση: πιθανή θεραπευτική προσέγγιση
[/fusion_tagline_box][/fusion_builder_column][fusion_builder_column type=”1_1″ layout=”1_1″ background_position=”left top” background_color=”” border_size=”” border_color=”” border_style=”solid” spacing=”yes” background_image=”” background_repeat=”no-repeat” padding_top=”” padding_right=”” padding_bottom=”” padding_left=”” margin_top=”0px” margin_bottom=”0px” class=”” id=”” animation_type=”” animation_speed=”0.3″ animation_direction=”left” hide_on_mobile=”no” center_content=”no” min_height=”none” last=”no” hover_type=”none” link=”” border_position=”all”][fusion_text columns=”” column_min_width=”” column_spacing=”” rule_style=”default” rule_size=”” rule_color=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=””]

Λοιμώξεις από ανθρώπινο bocavirus (human bocavirus) και συν-λοιμώξεις με αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (Respiratory Syncytial Virus) και ροταϊό (Rotavirus) σε παιδιά με οξεία λοίμωξη αναπνευστικού ή γαστρεντερικού συστήματος

Mehrdad Mohammadi1, Shahnaz Armin2
1MSc, Department of Microbiology, Isfahan University of Medical Sciences, Isfahan, Iran.
2Pediatric Infections Research Center, Mofid Children’s Hospital, Shahid Beheshti University of Medical Sciences,
Tehran, IR Iran.

Ο ανθρώπινος bocavirus (human bocavirus, HBoV) είναι υπεύθυνος για οξείες αναπνευστικές και γαστρεντερικές παιδιατρικές λοιμώξεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η εύρεση του ιού τόσο μόνο του, όσο και μαζί με άλλους ιούς σε περιπτώσεις οξείας παιδιατρικής λοίμωξης αναπνευστικού ή γαστρεντερικού συστήματος. Η μελέτη αφορά την περίοδο 2017-2018 και περιλαμβάνει παιδιά ηλικίας μικρότερης των 3 ετών τα οποία προσήλθαν στο Mofid
Children’s Hospital, της Τεχεράνης του Ιράν με αντίστοιχη κλινική εικόνα. Αρχικά τα δείγματα του ανώτερου αναπνευστικού (ρινοφαρυγγικό επίχρισμα) και δείγματα κοπράνων μελετήθηκαν για αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (Respiratory Syncytial Virus, RSV) και ροταϊό (Rotavirus) με RT-PCR και στη συνέχεια για HBoV με ανίχνευση του NP-1 γονιδίου του ιού με PCR. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, 67 από τα 500 δείγματα αναπνευστικού (13.4%) και 72 από τα 500 δείγ-
ματα κοπράνων (14.4%) βρέθηκαν θετικά για HBoV. Από τα θετικά HBoV δείγματα, 44 (65.6%) των αναπνευστικών δειγμάτων βρέθηκαν θετικά για RSV και 45 (62.5%) των κοπράνων για ροταϊό. Συμπερασματικά η HBoV λοίμωξη παρουσιάζεται συχνά ως συν-λοίμωξη με άλλους ιούς και ειδικά RSV και ροταϊούς.

Λέξεις κλειδιά: ανθρώπινος bocavirus, ιογενείς λοιμώξεις,συν-λοιμώξεις

[/fusion_text][fusion_tagline_box backgroundcolor=”” shadow=”yes” shadowopacity=”0.70″ border=”1″ bordercolor=”#81d742″ highlightposition=”left” content_alignment=”center” link=”” button=”” linktarget=”_self” modal=”” button_size=”” button_type=”” button_shape=”” buttoncolor=”default” title=”” description=”” margin_top=”” margin_bottom=”” hide_on_mobile=”small-visibility,medium-visibility,large-visibility” class=”” id=”” animation_type=”” animation_direction=”down” animation_speed=”0.1″ animation_offset=””]Λοιμώξεις από ανθρώπινο bocavirus (human bocavirus) και συν-λοιμώξεις με αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (Respiratory Syncytial Virus) και ροταϊό (Rotavirus) σε παιδιά με οξεία λοίμωξη αναπνευστικού ή γαστρεντερικού συστήματος[/fusion_tagline_box][/fusion_builder_column][/fusion_builder_row][/fusion_builder_container]

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΡΙΛΙΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 (ΤΟΜΟΣ 60, Τεύχος 2)

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων: διάγνωση και αντιμετώπιση

Α. Κεή, Μ. Ελισάφ
Τομέας Παθολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα

Οι δυσλιπιδαιμίες αποτελούν μείζονα παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών συμ-
βαμάτων. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αντιμετώπιση των δια-
ταραχών του μεταβολισμού των λιπιδίων. Η χρήση της Ελληνικής έκδοσης του SCORE της
Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας (Hellenic Heart SCORE) μπορεί να προσδιορίσει αξιόπιστα
τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και βοηθά στον καθορισμό των στόχων της υπολιπιδαιμικής αγωγής.
Ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας των δυσλιπιδαιμιών είναι οι στατίνες είτε ως μονοθεραπεία είτε
σε συνδυασμό με φαινοφιμπράτη, ω3-λιπαρά οξέα, κολεσεβελάμη ή εζετιμίμπη.

Review Article_Elisaf.pdf

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Προέλευση της φυματίωσης του ανθρώπου στην Αμερική: τι δείχνουν τα μοριακά δεδομένα

Ε. Κωνσταντινίδου1, Κ. Κωνσταντόπουλος2
1.Μικροβιολογικό Εργαστήριο, ΝΝΘΑ «Σωτηρία»
2.Αιματολογική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο «Λαϊκό»

Ανασκοπείται το πρόβλημα της προέλευσης του μυκοβακτηριδίου της φυματιώσεως του ανθρώ-
που στην Αμερική. Πρόσφατα μοριακά δεδομένα από ανθρώπινους σκελετούς ηλικίας 1000 ετών,
από παραλίες του Περού, συνηγορούν υπέρ μιας πιθανής μολύνσεως – μεταφοράς μυκοβακτηρι-
δίων στον άνθρωπο από θαλάσσια θηλαστικά (φώκιες). Τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν ουσια-
στικά ότι η φυματιώδης μόλυνση στους αρχικούς ανθρώπινους πληθυσμούς της Αμερικής έλαβε
τον τύπο ζωονόσου. Τα στοιχεία που παρέχει σήμερα η γενωμική ανάλυση και η βιοπληροφορική
γύρω από την ιστορία και την διάδοση των νόσων είναι πολλά και πολύ ενδιαφέροντα.

Review Article_Konstantinidou.pdf

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Η HIV λοίμωξη στα παιδιά: επιτεύγματα-προβληματισμοί-προσδοκίες

Κ. Θεοδωρίδου, Β. Καψιμάλη, Α. Τσακρής
Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Το σύνδρομο της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας με την εμφάνισή του το 1982, αποτέλεσε ένα νέο
λοιμώδες νόσημα με απρόβλεπτες επιπτώσεις στον τομέα της Δημόσιας Υγείας. Οι επιστημονικές
γνώσεις ήταν περιορισμένες, το μέγεθος του προβλήματος άγνωστο, ενώ οι φόβοι και οι προκα-
ταλήψεις τεράστιες. Η μεταδοτικότητα της HIV λοίμωξης, απ’ αρχής συσχετίσθηκε με τη σεξουα-
λική επαφή, τη μετάγγιση αίματος ή παραγώγων και τη μετάδοση από την HIV οροθετική μητέρα
στο έμβρυο, ενδομήτρια, κατά τον τοκετό και με το θηλασμό. Η ασφαλής χορήγηση αίματος και
των παραγώγων του, απ’ το 1985, αρχικά με την εφαρμογή του ελέγχου του αίματος με ELISA, και
σήμερα με τη μέθοδο PCR, είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα πολυμεταγγιζόμενα παιδιά στη χώρα
μας. Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα αποτέλεσε το 1994 η πρόληψη της κάθετης μετάδοσης με τη
χορήγηση χημειοπροφύλαξης, με Zidovudine στην έγκυο και το νεογνό. Αποτέλεσμα της εφαρ-
μογής του πρωτοκόλλου PACTG 076 (Pediatric AIDS Clinical Trials Group, πρωτόκολλο 076), ήταν
η μείωση του κινδύνου περιγεννητικής μετάδοσης κατά 67%. Με τη χορήγηση αντιρετροϊκής θε-
ραπείας στην κύηση, αλλά και άλλων φαρμάκων (2 ή 3) στο νεογνό σήμερα ο κίνδυνος είναι <2%.
Στην Ελλάδα, η επίπτωση της HIV λοίμωξης στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας είναι χαμηλή
(0,001) όμως η έγκαιρη εφαρμογή της πρόληψης για την αποφυγή της κάθετης μετάδοσης απαιτεί
συνεχή επαγρύπνηση. Η HIV λοίμωξη χαρακτηρίζεται πλέον ως χρόνιο λοιμώδες νόσημα. Στη με-
ταβολή του προσδόκιμου επιβίωσης των ασθενών συνέβαλε σημαντικά η εξέλιξη και η εφαρμογή
του συνδυασμού των αντιρετροϊκών φαρμάκων. Τα παιδιά με HIV λοίμωξη γίνονται έφηβοι, ενήλικες
και εντάσσονται ενεργητικά στην κοινωνία. Η προσδοκία που μέλλει να εκπληρωθεί είναι οι εξελίξεις
να προσεγγίσουν και τις μη προηγμένες χώρες και να παρασκευασθεί αποτελεσματικό εμβόλιο.

Review Article_Theodoridou.pdf

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η εξέλιξη της Ελληνικής Μικροβιολογίας μέσα από την βιβλιομετρική μελέτη των δημοσιεύσεων του Δελτίου της Ελληνικής Μικροβιολογικής Εταιρείας (1956-2014): Μέρος Β΄ – Περίοδος (1980-1999)

Κ. Τσιάμης1, Γ. Βρυώνη1, Ε. Βογιατζάκης2, Α. Τσακρής1
1.Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
2.Εργαστήριο Μικροβιολογίας ΓΝNΘΑ «Σωτηρία», Αθήνα

Μέσα από την αποδελτίωση και τη βιβλιομετρική ανάλυση 1.558 άρθρων της περιόδου 1956-2014
(Μέρος Α΄ 1956-1979 και Μέρος Β΄ 1980-1999, ) η μελέτη συνέδεσε τα δημοσιευμένα την περίοδο
αυτή άρθρα με το φάσμα των λοιμωδών νοσημάτων κάθε δεκαετίας. Την περίοδο του Β΄ μέρους
της μελέτης μας που αφορά το διάστημα 1980-1989, αναδεικνύεται ότι τα άρθρα του περιοδικού
παρακολουθούν και στη χρονική αυτή περίοδο τα προβλήματα της Δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα
και παράλληλα τις διεθνείς μικροβιολογικές έρευνες και εξελίξεις. Σημαντικός αριθμός άρθρων
αφορούσαν τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, ένα σοβαρό πρόβλημα Δημόσιας Υγείας, εκείνη την
εποχή, και οι ερευνητές μελετούν και δημοσιεύουν άρθρα για τα Gram-αρνητικά αερόβια μικρόβια
και τους Gram-θετικούς κόκκους, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις Escherichia coli, Pseudomonas aeruginosa,
Salmonella serotype Εnteritidis, Neisseria meningitidis, Shigella spp., Proteus vulgaris και Cambylobacter
jejuni. Την επόμενη δεκαετία 1990-1999, η έρευνα όπως εμφανίζεται μέσα από τις
δημοσιεύσεις, εστίασε σε μικροοργανισμούς, όπως οι Staphylococcus aureus, Salmonella serotype
Εnteritidis, Pseudomonas aeruginosa και Escherichia coli, Mycobacterium tuberculosis, Enterobacterspp,
Neisseria meningitidis, Κlebsiella pneumoniae, Proteus vulgaris, Campylobacter jejuni,
Haemophilus influenzae, Streptococcus pneumoniae, Brucella melitensis και Helicobacter pylori. Συμ-
περασματικά, για την περίοδο της εικοσαετίας της μελέτης 1980-1999, τα άρθρα του περιοδικού
παρακολουθούν την επικαιρότητα της εποχής, με επικέντρωση στο πρόβλημα των νοσοκομει-
ακών λοιμώξεων αλλά και στους ιούς της ηπατίτιδας (HAV, HBV, HCV).

Original Paper_Tsiamis.pdf

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Βακτηριαιμία από Kingella kingae σε υγιές βρέφος

Κ. Τσιβεριώτης1, Ν. Χαραλαμπάκη1, Ι. Παπαπαρασκευάς3, Π. Γιαννοπούλου1, Ι. Γραφάκος1,
Π. Κοροβέση2, Α. Τσακρής3, Ε. Τρίκκα1
1.Εργαστήριο Μικροβιολογίας
2.Παιδιατρική Κλινική, Γ.Ν.Ε «Θριάσιο», Ελευσίνα
3.Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τα τελευταία χρόνια η Kingella kingae αναγνωρίζεται ως ένα σημαντικό αίτιο διεισδυτικών λοιμώ-
ξεων σε παιδιά. Περιγράφεται περίπτωση βακτηριαιμίας σε ένα προηγούμενα υγιές βρέφος, 8
μηνών, που εισήχθη στο νοσοκομείο με συμπτωματολογία ιογενούς λοίμωξης αναπνευστικού. Έξι
ώρες μετά την εισαγωγή παρατηρήθηκε έντονη υποτονία, ωχρότητα, ταχύπνοια, ταχυσφυγμία και
υψηλός πυρετός. O νέος εργαστηριακός έλεγχος ανέδειξε αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, της
C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και της ταχύτητας καθίζησης των ερυθρών. Η ασθενής ετέθη σε εμπει-
ρική αγωγή με κεφτριαξόνη IV, με ταυτόχρονη χορήγηση βρογχοδιασταλτικών, κορτιζόνης p.o
και υγρών IV. Την τρίτη μέρα νοσηλείας απομονώθηκε K. kingae από την αιμοκαλλιέργεια, με τη
χρήση του αυτοματοποιημένου συστήματος Bactec (BD, USA). Η ταυτοποίηση βασίστηκε στα τυ-
πικά μορφολογικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά του μικροοργανισμού, στο σύστημα Phoenix
(BD, USA) και επιβεβαιώθηκε με τον προσδιορισμό της νουκλεοτιδικής αλληλουχίας του 16S r-
RNA. Το διοισοφάγειο υπερηχογράφημα ήταν φυσιολογικό. Το βρέφος εξήλθε σε άριστη γενικήκατάσταση,
ύστερα από αγωγή διάρκειας 10 ημερών. Συμπερασματικά, η πιθανή πύλη εισόδου
του μικροοργανισμού ήταν το ανώτερο αναπνευστικό. Ο Κλινικός Μικροβιολόγος θα πρέπει να
γνωρίζει τις δυσκολίες στην απομόνωση και ταυτοποίηση της K. kingae. Η πιθανότητα εμφάνισης
σοβαρών επιπλοκών, όπως η ενδοκαρδίτιδα, καθιστά αναγκαία την άμεση θεραπεία και στενή πα-
ρακολούθηση των ασθενών με βακτηριαιμία από K. kingae.

Case Report_Tsiveriotis.pdf

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Questions & Answers.pdf

ΔΕΛΤΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΟΜΟΣ 60 ΤΕΥΧΟΣ 2

ACTA MICROBIOLOGICA HELLENICA_VOLUME 60_ISSUE 2_2015.pdf.pdf

ΔΕΛΤΙΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ-ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 (ΤΟΜΟΣ 60, Τεύχος 1)

Ιός του Δυτικού Νείλου: βιολογία, μετάδοση, κλινική εικόνα, διάγνωση, θεραπευτικές προσεγγίσεις, κλιματικοί συσχετισμοί και πρόληψη
Μ. Μαυρούλη, Γ. Βρυώνη, Α. Βλαχάκης, Β. Καψιμάλη, Σ. Μαυρούλης, Α. Αντύπας, Α. Τσακρής
Λέξεις κλειδιά:ιός του Δυτικού Νείλου,Culex pipiens, πυρετός του Δυτικού Νείλου

Η λοίμωξη από τους ιούς της γρίπης σε παιδιά με νεοπλασίες
Α. Καφάση, Ν.Σπανάκης, Γ. Βρυώνη, Α. Τσακρής
Λέξεις κλειδιά:ιός της γρίπης, κακοήθεια, νεοπλασία, χημειοθεραπεία,παιδιά, εμβολιασμός

Διαφορική διάγνωση μεταξύ μικροοργανισμών του γένους Kocuria και Staphylococcus
Δ. Δημητριάδη, Α.Χαρβάλου
Λέξεις κλειδιά:kocuria, staphylococcus, εργαστηριακή διάγνωση

Η εξέλιξη της Ελληνικής Μικροβιολογίας μέσα από την βιβλιομετρική μελέτη των δημοσιεύσεων του Δελτίου της Ελληνικής Μικροβιολογικής Εταιρείας(1956-2014): Μέρος Α΄ (1956-1979)
Κ. Τσιάμης, Γ.Βρυώνη, Ε. Βογιατζάκης, Α. Τσακρής
Λέξεις κλεδιά:βιβλιομετρία, Δελτίο Ελληνικής Μικροβιολογικής Εταιρείας,ιστορία μικροβιολογίας

Νεκρωτική πνευμονία από Rhodococcus equi σε HIV ασθενή: παρουσίαση περιστατικού και βιβλιογραφική ανασκόπηση
Κ. Αυγουλέα, Ο.Ζαρκωτού, Γ. Χρύσος, Β. Μάμαλη, Α. Γερογιώκας, Ι. Παπαπαρασκευάς, Α.Τσακρής, Κ. Θέμελη-Διγαλάκη
Λέξεις κλειδιά:Rhodococcus equi, νεκρωτική πνευμονία, ευκαιριακό παθογόνο, HIV

Επαναπροσδιορισμός ορίων ευαισθησίας στελεχών Staphylococcus aureus στη Βανκομυκίνη,(2013)

Η Εθνική Επιτροπή Αντιβιογράμματος και Ορίων Ευαισθησίας στα Αντιβιοτικά προτείνει, με βάση το σκεπτικό που παρατίθεται στο συνημμένο,
επαναπροσδιορισμό των ορίων ευαισθησίας στελεχών Staphylococcus aureus στη Βανκομυκίνη

Σε ασθενείς των οποίων τα στελέχη S. aureus ως αιτία σοβαρής λοίμωξης παρουσιάζουν MIC στη βανκομυκίνη μεγαλύτερη από 1 μg/ml δεν πρέπει να χορηγείται θεραπευτικά η βανκομυκίνη

Εθνική Επιτροπή Αντιβιογράμματος και Ορίων Ευαισθησίας.pdf